- ἡμικόσμιον
- ἡμικόσμιονhalf the universeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημικόσμιον — ἡμικόσμιον, τὸ (AM) το μισό τού κόσμου … Dictionary of Greek